καταπομπεύω
From LSJ
οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; → “Isn't he the carpenter's son? Isn't his mother's name Mary, and aren't his brothers Jacob and Joseph and Shimon and Judah? (Matthew 13:55)
English (LSJ)
scoff at, τινος Luc.Am.37.
German (Pape)
[Seite 1371] großprahlen gegen Einen, τινός, Luc. amor. 37.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπομπεύω [καταπομπή] bespotten, met gen.
Russian (Dvoretsky)
καταπομπεύω: вызывающе хвалиться: κ. τινός Luc. хвастаться перед кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
καταπομπεύω: ἐμπαίζω, χλευάζω, τινὸς Λουκ. Ἔρωτες 37· πρβλ. πομπεύω.
Greek Monolingual
καταπομπεύω (Α)
εμπαίζω, χλευάζω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πομπεύω «περιγελώ, εμπαίζω»].