λευκαντής

From LSJ
Revision as of 09:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκαντής Medium diacritics: λευκαντής Low diacritics: λευκαντής Capitals: ΛΕΥΚΑΝΤΗΣ
Transliteration A: leukantḗs Transliteration B: leukantēs Transliteration C: lefkantis Beta Code: leukanth/s

English (LSJ)

λευκαντοῦ, ὁ, one who makes or paints white, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 33] ὁ, der Weißmachende, -färbende.

Greek Monolingual

ο, θηλ. λευκάντρια (AM λευκαντής) λευκαίνω
αυτός που λευκαίνει κάτι
νεοελλ.
1. ο ειδικός τεχνίτης που έχει ως έργο να λευκαίνει ή να αποχρωματίζει φυσικά ή τεχνητά προϊόντα
2. (χημ. τεχνολ.) στερεά ή υγρή χημική ουσία που χρησιμοποιείται για τη λεύκανση ή τον αποχρωματισμό ινών, νημάτων, χαρτιού, υφασμάτων κ.ά. προϊόντων, αλλ. λευκαντικό μέσο.