λοιμοποιός
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
λοιμοποιόν, causing a pestilence, Vett.Val.6.29.
Greek Monolingual
λοιμοποιός, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί λοιμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λοιμός + -ποιός (< ποιῶ)].