μαλθακώδης

From LSJ
Revision as of 16:57, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld

Menander, Monostichoi, 143
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθακώδης Medium diacritics: μαλθακώδης Low diacritics: μαλθακώδης Capitals: ΜΑΛΘΑΚΩΔΗΣ
Transliteration A: malthakṓdēs Transliteration B: malthakōdēs Transliteration C: malthakodis Beta Code: malqakw/dhs

English (LSJ)

ες emollient, Hp.Ulc.2,21, Gal. ap. Orib.51.36.25: sed v. μαλθώδης.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὁπωσοῦν μαλακός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 880· Foës. μαλθώδης.

Greek Monolingual

μαλθακώδης, -ῶδές (AM) μαλθακός
μαλακτικός
μσν.
1. αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά
2. δειλός, άτολμος.

German (Pape)

ες, = μαλακοειδής, Hippocr.