μαλθακώδης
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
English (LSJ)
ες emollient, Hp.Ulc.2,21, Gal. ap. Orib.51.36.25: sed v. μαλθώδης.
Greek (Liddell-Scott)
μαλθᾰκώδης: -ες, (εἶδος) ὁπωσοῦν μαλακός, Ἱππ. π. Ἀγμ. 880· Foës. μαλθώδης.
Greek Monolingual
μαλθακώδης, -ῶδές (AM) μαλθακός
μαλακτικός
μσν.
1. αυτός που αποτελείται από εύπλαστα υλικά
2. δειλός, άτολμος.
German (Pape)
ες, = μαλακοειδής, Hippocr.