μακρόπορος

From LSJ
Revision as of 18:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακρόπορος Medium diacritics: μακρόπορος Low diacritics: μακρόπορος Capitals: ΜΑΚΡΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: makróporos Transliteration B: makroporos Transliteration C: makroporos Beta Code: makro/poros

English (LSJ)

ον, travelling far, in Comp. -ώτερος, Procl.in Prm.p.472 S.; completing an orbit in longer time, Id.Hyp.1.24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'un long trajet, long.
Étymologie: μακρός, πόρος.

Greek Monolingual

μακρόπορος, -ον (Α)
1. αυτός που πορεύεται ή ταξιδεύει μακριά
2. αυτός που γίνεται με μακρινή οδοιπορία
3. αυτός που συμπληρώνει τροχιά σε μεγάλο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + πόρος: (πρβλ. λοξόπορος, στενόπορος)].