μεθομοίωσις

Revision as of 12:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

-εως, ἡ, transformation, Eust.1742.16.

Greek (Liddell-Scott)

μεθομοίωσις: ἡ, ἡ μετά τινος ὁμοίωσις, Εὐστ. 1742, 17.

Greek Monolingual

μεθομοίωσις, -εως, ἡ (Α)
μεταμόρφωση, εξομοίωση με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ὁμοίωσις.