μεταπλασμός

From LSJ
Revision as of 14:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπλασμός Medium diacritics: μεταπλασμός Low diacritics: μεταπλασμός Capitals: ΜΕΤΑΠΛΑΣΜΟΣ
Transliteration A: metaplasmós Transliteration B: metaplasmos Transliteration C: metaplasmos Beta Code: metaplasmo/s

English (LSJ)

ὁ, in Gramm., metaplasm, the formation of cases of Nouns or tenses of Verbs from a non-existent nom. or pres., A.D.Adv.183.22 (pl.), Choerob. in Theod. 1.377, Arc. 129.9.

German (Pape)

[Seite 152] ὁ, dasselbe, K. S. – Bes. nennen die Gramm. so den Fall von unregelmäßiger Deklination, wenn eine Casusform einen ungebräuchlichen Nominativ voraussetzt, wie ἀλκί nicht von ἀλκή, sondern dem ungebräuchlichen ἀλξ abgeleitet wird; auch in der Conjugation eine Form, die nicht von dem gebräuchlichen Stamme abgeleitet werden kann.

Russian (Dvoretsky)

μεταπλασμός: ὁ грам. метапласм, т. е. разносклоняемость или разноспрягаемость (напр.: ἀλκί к *ἄλξ, а не ἀλκή; μετέπεσον к *μεταπέσω, а не μεταπίπτω; сюда же относят и явления супплетивности, вроде φέρω - οἴσω - ἤνεγκα).

Greek (Liddell-Scott)

μεταπλασμός: ὁ, μεταμόρφωσις, ἀλλοίωσις, τὸν μεταπλασμὸν τῆς πίστεως Βίος Παύλου τοῦ Κων/πόλεως ἐν Φωτ. Βιβλ. σ. 474, 33. 2) παρὰ τοῖς Γραμμ. μεταπλασμὸς κλίσεως, ὁ σχηματισμὸς πτώσεων τῶν ὀνομάτων ἢ χρόνων τῶν ῥημάτων ἐξ ἀνυπάρκτου ὀνομαστικῆς ἐνεστῶτος, οἷον ἀλκὶ ἐξ ὀνομαστ. *ἄλξ, μετέπεσον ἐκ τύπου *μεταπέσω. - Περὶ μεταπλασμοῦ καθόλου ἀνάγνωθι ὅσα γράφει ὁ Εὐστάθ. ἐν 58, 32 καὶ ἑξῆς. 3) σχῆμα πάλης, Εὐστάθ. 1327, 12.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ μεταπλασμός) μεταπλάθω
1. η μετάπλαση
2. γραμμ. ο σχηματισμός ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. ἀλκὶ πεποιθώς
(δοτ. ἀλκὶ από ανύπαρκτη ονομαστική ἄλξ) με σιγουριά για την αλκή του, τη δύναμή του
μσν.
σφάλμα που γίνεται στον ποιητικό λόγο
αρχ.
είδος πάλης.