ναυπρύτανις

From LSJ
Revision as of 12:15, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπρύτᾰνις Medium diacritics: ναυπρύτανις Low diacritics: ναυπρύτανις Capitals: ΝΑΥΠΡΥΤΑΝΙΣ
Transliteration A: nauprýtanis Transliteration B: nauprytanis Transliteration C: nafprytanis Beta Code: naupru/tanis

English (LSJ)

[ῠ], ιος, ὁ, ruling ships or the sea, δαίμων Pi. Pae.6.130.

English (Slater)

ναυπρῠτᾰνις f. adj., ruling ships κατερεῖς πόθεν ἔλαβες ναυπρύτανιν δαίμονα καὶ τὰν θεμίξενον ἀρετάν (sc. ὦ Αἴγινα: the genius for your mastery of ships ) (Pae. 6.130)

Greek Monolingual

ναυπρύτανις, ὁ (Α)
1. αυτός που διοικεί τα πλοία
2. (για θεό) αυτός που είναι κυρίαρχος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + πρύτανις.