μυιοειδής
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
μυιοειδές, like a fly, Cass.Pr.19.
German (Pape)
[Seite 216] ές, fliegenartig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυιοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς μυῖαν, Κασσ. Πρβλ. 10.
Greek Monolingual
-ές (Α μυιοειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με μύγα
αρχ.
φρ. «μυιοειδῆ ὁρᾱν» — οι «ιπτάμενες μύγες», νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία ο ασθενής νομίζει ότι βλέπει μύγες να πετούν μπροστά του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυῖα «μύγα» + -ειδής].