ἐξάνυσις
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
English (LSJ)
[ᾰ], εως, ἡ, exaction in full, PMon.7.26 (vi A. D.); exaction, τῶν δημοσίων Just.Nov.App.4.1, cf. Cod.Just.10.19.9Intr.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I econ.
1 exacción, cobro de impuestos c. gen. subjet. ἐξ(άνυσις) τοῦ ὑποδ(έκτου) CPR 19.18.6, 17 (V d.C.), c. gen. obj. ἐ. τῶν δημοσίων Iust.Nou.App.4.1, SB 9576.9 (VII d.C.), cf. Cod.Iust.10.19.9 proem., POxy.2480.35 (VI d.C.), CPR 22.17.1 (VIII d.C.), τῶν χρυσ[ικῶν] δημοσίων PLond.1349.7, 1394.4 (ambos VIII d.C.).
2 liquidación total de una deuda, de pagarés PMonac.7.26 (VI d.C.), cf. POxy.1856.7 (VI/VII d.C.).
II plena realización τῆς ἀγγελικῆς πολιτείας Isid.Pel.M.78.245B.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάνῠσις: -εως, ἐπιτέλεσις, συμπλήρωσις, Εὐστ. Πονημ. 278. 9.
Greek Monolingual
ἐξάνυσις, η (Α) εξανύω
1. εκτέλεση, επιτέλεση, επίτευξη
2. πάπ. είσπραξη.