ἔκμακτος
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον, (ἐκμάσσω) express, εἴδη Emp.22.7.
Spanish (DGE)
-ον
impreso ἐχθρὰ ... διέχουσι μάλιστα γέννῃ τε κρήσῃ τε καὶ εἴδεσιν ἐκμάκτοισι Emp.B 22.5
•dud., quizá repujado o a impronta τύπος Ath.Askl.4.87, cf. 110 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 768] aus-, abgedrückt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκμακτος: -ον, ἢ ἐκμακτός, όν, (ἐκμάσσω) ἀποτυπωθείς, εἴδεσιν ἐκμακτοῖσι Ἐμπεδ. 267. Θεόφρ. περὶ Αἰσθ. 16.
Greek Monolingual
ἔκμακτος, -ον και ἐκμακτός, -όν (Α)
αποτυπωμένος.