ἔμεσμα
From LSJ
English (LSJ)
ατος, τό, vomit, Id.Prog.13 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
medic. vómito, materia vomitada Hp.Morb.2.73, Int.6, Prog.13.
German (Pape)
[Seite 807] τό, das Ausgebrochene; auch = Vorigem, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμεσμα: τό, ὅ,τι ἐξημέθη, «ξέρασμα», Ἱππ. Προγν. 41.
Greek Monolingual
το (Α ἔμεσμα)
το αποτέλεσμα του εμετού, το ξέρασμα.