ἀδιάλειπτος
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
ον, unintermitting, incessant, Ti. Locr.98e, Ep.Rom.9.2, Hierocl.p.19.55A., Plu.2.121e, M.Ant.6.15. Adv. -τως Metrod.Herc.831.8, Polem.Hist.30, Plb.9.3.8, Posidon.25, LXX 1 Ma.12.11, Ep.Rom.1.9, PLond.3.1166.6 (i A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάλειπτος: -ον, ὁ ἄνευ διαλειμμάτων ἀδιάκοπος, Τιμ. Λοκρ. 98Ε, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. θ΄, 2., Τιμ. Β΄ α΄, 3. - Ἐπίρρ. -τως, Πολύβ. 9. 3, 8, Ἐπ. πρὸς Ρωμ. α΄, 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non interrompu, incessant.
Étymologie: ἀ, διαλείπω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no cesa, incesante, constante, ἀλλοίωσις Ti.Locr.98e, ὀδύνη Ep.Rom.9.2, κίνησις Aristeas 86, στεφανῶσαι θαλλοῦ στεφάνωι ἐφ' ᾗ ἔσχηκεν πρὸς τὴν σύνοδον ἀδιαλείπτῳ φιλοτιμίᾳ IG 22.1343.35 (I a.C.), cf. ICr.1.18.55.10 (Lito II d.C.), ἀ. εὐφημία Plu.2.121e, ἀδιάλειπτον εἶναι τῷ ζῴῳ τὴν ἑαυτοῦ συναίσθησιν ἐπελθεῖν Hierocl.p.19.55, ἡ τοῦ χρόνου ἀ. φορά M.Ant.6.15, πυρετός ... ἀπ' ἀρχῆς ἄχρι τέλους ἀδιάλεπτος (sic) Pall.Febr.15
•en uso adverb. τὰ κακὰ ἀδιάλειπτον ἔχει Sch.S.OT 198P.
2 que no falta ἀδιάλειπτον ἔχειν τὸ ὕδωρ Herm.Sim.2.8
•que no carece de nada ἵνα ἀ. γένηται ἐν τῇ ζωῇ αὐτοῦ para que no le falte nada en su vida Herm.Sim.2.6.
3 sin merma, sin pérdidas μεταπαραδιδόναι τῷ μεθ' ἑαυτὸν ἱερεῖ ζωφυτοῦν καὶ ἀδιάλιπτον τὸ ἄλσος IStratonikeia 513.34 (Lagina III d.C.).
II adv. -ως incesantemente, ininterrumpidamente Metrod.Herc.831.8, Polem.Hist.30, Posidon.67, LXX 1Ma.12.11, Ep.Rom.1.9, PLond.1166.6 (I d.C.), Aristeas 92, Corn.ND 1, νικᾶν ταῖς μάχαις ἀ. Plb.9.3.8, λε[ι] τουργήσαντι ἀ. RECAM 2.178 (imper.), ἀ. θέντα τὸ ἔλαιον ἡμέρας τε καὶ νυκτός IM 163.7 (I d.C.), cf. CRIA 172.6 (Sebastópolis II d.C.), IStratonikeia 16.11 (Panamara II/III d.C.), τὸ χωρίον ποτίσαι ἀ. χειμῶνι τε καὶ θέρει PMasp.104.9 (VI d.C.), παραμεῖναι SB 10944.12 (VI d.C.), εἰ δὲ θέλεις ἀ. ἔχειν ῥόδα Gp.11.18.1.
English (Abbott-Smith)
ἀδιάλειπτος, -ον (< διαλείπω),
unremitting, incessant: Ro 9:2, II Ti 1:3. (For exx., v. MM, VGT, s.v.) †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of a compound of διά and λείπω; unintermitted, i.e. permanent: without ceasing, continual.
English (Thayer)
(διαλείπω to intermit, leave off), unintermitted, unceasing: 2 Timothy 1:3. (Tim. Locr. 98e.)
Greek Monotonic
ἀδιάλειπτος: -ον (διαλείπω), αυτός που δεν έχει διαλείμματα, αδιάκοπος, συνεχής, σε Καινή Διαθήκη· επίρρ. -τως, σε Πολύβ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάλειπτος: непрерывный, беспрестанный Plat., Plut.
Middle Liddell
διαλείπω
unintermitting, incessant, NTest.; adv. -τως, Polyb., NTest.
Chinese
原文音譯:¢di£leiptoj 阿-笛阿-累普拖士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:不-經過-缺乏的
字義溯源:不間斷的,不停的,繼續的,時常,不住地;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(διά)*=通過)及(λείπω)*=缺少,留下)組成。保羅在他的書信說到他關心信徒的光景,乃是不住的想念( 提後1:3),時常傷痛( 羅9:2)
出現次數:總共(2);羅(1);提後(1)
譯字彙編:
1) 不住的(1) 提後1:3;
2) 時常(1) 羅9:2