ἀγχίθεος
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
English (LSJ)
ον, near the gods, i.e. akin to them, godlike, Od.5.35: as substantive, demigod, IG3.947, Luc.Syr.D.31.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que está cerca de los dioses, en estrecha relación con ellos de los feacios Od.5.35, 19.279, de Anquises, Ganimedes, etc. h.Ven.200, de ciertos sacerdotes, Luc.Syr.D.31, cf. SHell.991.84
•subst. IG 22.4262.4 (imper.).
2 crist. cercano a Cristo μαθηταί Nonn.Par.Eu.Io.1.40.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
semblable aux dieux.
Étymologie: ἄγχι, θεός.
English (Autenrieth)
near to the gods (i. e. by relationship, descent), of the Phaeacians, Od. 5.35; see Od. 7.56 ff.
Greek Monotonic
ἀγχίθεος: -ον, αυτός που βρίσκεται κοντά στους θεούς, δηλ. όμοιος προς αυτούς σε ευδαιμονία και ισχύ, ή αυτός που ζει, που κατοικεί μαζί τους, σε Ομήρ. Οδ.· μεταγεν., ημίθεος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίθεος: близкий к богам, богоподобный (Φαίηκες Hom.; ἱρέες Luc.).
Middle Liddell
near the gods, i. e. like the gods or dwelling with them, Od.; later, a demigod, Luc.