ἀλωπέκιον
From LSJ
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
τό, Dim. of ἀλώπηξ, little fox, Ar.Eq.1076,1079.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
zorrito Ar.Eq.1076, 1078, Plu.2.234a.
German (Pape)
[Seite 113] τό, Füchslein, Ar. Eq. 1071; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλωπέκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἀλώπηξ = μικρὰ ἀλώπηξ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1076. 1079.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de ἀλώπηξ.
Greek Monolingual
ἀλωπέκιον, το (Α)
1. μικρόσωμη ή μικρής ηλικίας αλεπού και απλώς αλεπού, αλεπουδάκι, αλεπούδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + υποκορ. κατάλ. -ιον].
Greek Monotonic
ἀλωπέκιον: τό, υποκορ. του ἀλώπηξ, μικρή αλεπού, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλωπέκιον: (ᾰ) τό [demin. к ἀλώπηξ лисенок Arph.
Middle Liddell
[Dim. of ἀλώπηξ
a little fox, Ar.