ἀνάκτορον

From LSJ
Revision as of 13:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκτορον Medium diacritics: ἀνάκτορον Low diacritics: ανάκτορον Capitals: ΑΝΑΚΤΟΡΟΝ
Transliteration A: anáktoron Transliteration B: anaktoron Transliteration C: anaktoron Beta Code: a)na/ktoron

English (LSJ)

τό, king's dwelling, palace, in plural, AP9.657 (Marian.): mostly of the dwelling of gods, temple, shrine, Δήμητρος ἀνάκτορον ib.147 (Antag.); Θέτιδος εἰς ἀ. E.Andr.43: pl., ib.117, al., S.Fr.757; τὸ ἐν Ἐλευσῖνι ἀ. Hdt.9.65, cf. Hegesand.8, Posidon.41, Chor.p.86.24B.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 en sg. y plu. templo, santuario Θέτιδος εἰς ἀνάκτορον E.Andr.43, cf. 117, εἶμ' ἔσω δόμων ἐν οἷσι ναίω τῶνδ' ἀνακτόρων θεᾶς E.IT 66, τὸ ἐν Ἐλευσῖνι ἀνάκτορον Hdt.9.65, ἴτε Δήμητρος πρὸς ἀνάκτορον Antag.3.1, δεῖμε ... καλὸν ἀνάκτορον Call.Ap.77, ἀ. τοῖν θεοῖν Posidon.253.102, ὅπως ... ῥαίνωσι τὸ ἀνάκτορον Plu.Num.13
en lit. crist. iglesia μυρία δ' αἰολόμορφον ἀνάκτορον ἐντὸς ἐέργει Paul.Sil.Soph.884, ἠνοίγη ἡμῖν τὰ ἀνάκτορα Gr.Nyss.Ep.1.12.
2 plu. palacio χρύσεα ... τάδ' ἀνάκτορα θῆκεν AP 9.657.

German (Pape)

[Seite 194] τό, die Herrscherwohnung, königlicher Palast, bei Sp. bes. im plur. Häufiger: Götterwohnung, Tempel, Eur. ἐν θεοῦ ἀνακτόροις Ion. 56; Rhes. 516; Δήμητρος Simonid. 56 (IX, 147); Her. 9, 65, s. ἀνακτόριον; also bes. von der eleusinischen Demeter und dem Orakel in Delphi; Plut. Num. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκτορον: τό, βασιλικὸν ἐνδιαίτημα, μόνον παρὰ Βυζ.: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν κατοικητηρίων τῶν θεῶν, ναός, σηκός, ἄδυτον, Σιμων. 180· τὸ κρυπτὸν ἀν. Σοφ. Ἀποσπ. 696· Θέτιδος εἰς ἀν. Εὐρ. Ἀνδρ. 43, πρβλ. 117, 1112, Ἴων 55, Ρῆσ. 516· τὸ ἱρὸν ἐν Ἐλευσῖνι ἀνάκτορον (ἔνθα τὸ ἱρὸν ἴσως εἶναι προσθήκη ἐπεξηγημ.) Ἡρόδ. 9. 65.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
temple d'un dieu ; palais.
Étymologie: ἀνάκτωρ.

Greek Monotonic

ἀνάκτορον: τό, παλάτι, βασιλικός οίκος· λέγεται για θεούς, ναός, ιερό, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκτορον: τό преимущ. pl. дворец, чертог, обычно Святилище, храм Soph., Eur., Her., Plut., Anth.

Middle Liddell

[from ἀνάκτωρ
a palace; of gods, a temple, Hdt., Eur.