αὐθωρός
English (LSJ)
ον, in that very hour, ἀγώγιμον αὐθωρόν, of a spell, taking immediate effect, PMag.Lond.121.300. Adv. αὐθωρόν = immediately, Hp.Mochl.2, Str.3.5.7, PFlor.186.10 (iii A. D.), Eun.VSp.471 B., Agath.3.9:—also αὐθωρεί or αὐθωρί, LXX Da.3.15, 3 Ma.3.25, Cic.Att.2.13.1, Plu.2.512e.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): αὔθ- Chrys.M.63.934
I 1de efectos inmediatos ἀγώγιμον PMag.7.300a, cf. αὐθωρόν· σύντομον Hsch.
2 subst. τὸ αὔθωρον la inmediatez τῆς παρουσίας Chrys.l.c.
II neutr. como adv. -όν inmediatamente ῥὶς κατεαγεῖσα ἀναπλάσσεσθαι ... αὐ. Hp.Mochl.2, ῥόδον ... αὐ. ἀνθοῦν καὶ ... ἀπανθοῦν Poll.5.102, αὐ. δεξάμενός μου [τὰ γράμμ] ατα πέμψον POxy.1506.2 (IV d.C.), αὐ. καὶ παραχρῆμα PRoss.Georg.5.30ue.1 (V d.C.), cf. Posidon.217.17, Eun.VS 471.10, Synes.Regn.16(p.37), Agath.3.9.7, SB 7995.16 (II/III d.C.), PFlor.186.10 (III d.C.), Eust.1416.59, 1062.33.
Greek Monolingual
αὐθωρός, -όν (AM)
αυτός που γίνεται την ίδια στιγμή που μιλάμε, ξαφνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + -ωρος < ώρα].