εὔπολις
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, abounding in cities, Poll.9.27.
German (Pape)
[Seite 1089] ιδος, mit vielen, schönen Städten, Poll. 9, 27.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπολῐς: -ιδος, ὁ, ἡ, ἔχων πολλὰς καὶ καλὰς πόλεις, Πολυδ. Θʹ, 27.
Greek Monolingual
εὔπολις, -όλιδος, ὁ, ἡ (Α) πόλις
(για χώρα) αυτός που έχει πολλές και ωραίες πόλεις.