τανυγλώχις

From LSJ
Revision as of 16:28, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνυγλώχῑς Medium diacritics: τανυγλώχις Low diacritics: τανυγλώχις Capitals: ΤΑΝΥΓΛΩΧΙΣ
Transliteration A: tanyglṓchis Transliteration B: tanyglōchis Transliteration C: tanyglochis Beta Code: tanuglw/xis

English (LSJ)

ῑνος, ὁ, ἡ, with long point, ὀϊστοί Il.8.297, Simon.106, Q.S.6.463.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνυγλώχῑς: ῑνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μακρὰς καὶ ὀξείας ἀκίδας, ὀϊστοὶ Ἰλ. Θ. 297, Σιμωνίδ. 111 Β_k.

Greek Monolingual

ή τανυγλώχιν, -ινος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει επιμήκη και οξεία αιχμή, ο πολύ αιχμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + γλωχίς / γλωχίν «αιχμή, μύτη» (πρβλ. πολυγλώχιν). Για το θ. του α' συνθετικού βλ, και λ. τάνυμαι.

Greek Monotonic

τᾰνυγλώχῑς: -ῑνος, ὁ, ἡ (τανύω), αυτός που έχει μακριές ακίδες, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τᾰνυ-γλώχῑς, ῑνος, ὁ, ἡ, τανύω
with long point, Il.