τεμενουρός
From LSJ
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
Full diacritics: τεμενουρός | Medium diacritics: τεμενουρός | Low diacritics: τεμενουρός | Capitals: ΤΕΜΕΝΟΥΡΟΣ |
Transliteration A: temenourós | Transliteration B: temenouros | Transliteration C: temenouros | Beta Code: temenouro/s |
ὁ, guardian of a, τέμενος, Ἑρμῆς Epigr.Gr.781.11 (Cnidus): τεμενωρός, Hsch.
τεμενουρός: ὁ, = τεμενωρός, Ἐπιτ. ἐν τῷ Newton’s Halic.
και τεμενωρός, ὁ, Α
φύλακας τεμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέμενος + -ουρός /-ωρός (βλ. λ. ὁρῶ), πρβλ. κηπ-ουρός, θυρωρός].