ἰθυπτίων

From LSJ
Revision as of 17:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰθῠπτίων Medium diacritics: ἰθυπτίων Low diacritics: ιθυπτίων Capitals: ΙΘΥΠΤΙΩΝ
Transliteration A: ithyptíōn Transliteration B: ithyptiōn Transliteration C: ithyption Beta Code: i)qupti/wn

English (LSJ)

[πτῑ], ωνος, ὁ, ἡ, only in Il.21.169 μελίην ἰθυπτίωνα Ἁστεροπαίῳ ἐφῆκε, from πέτομαι, straight-flying (cf. ἰθύς (A) ΙΙ):—Zenod. read ἰθυκτίωνα, straight-fibred (fort. -κτείωνα, cf. εὐθυκτέανον, κτηδών).

German (Pape)

[Seite 1246] ωνος, nur Il. 21, 169, μελίην ἰθυπτίωνα ἐφῆκε, wahrscheinlich von πέτομαι, πτέσθαι, die geradeaus fliegende eschene Lanze; Andere dachten an πίπτω, grade gehend; Zenodot. las ἰθυκτίωνα, was erklärt wird ἐπ' εὐθείας ἔχουσα τὰς κτεδόνας, τὰς ἐν τοῖς ξύλοις διαφύσεις, gradfaserig. Bei Hesych. hat man ἰθυκέανος oder ἰθυκέαστος, gerade zu spalten.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
qui vole en droite ligne.
Étymologie: ἰθύς, πέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἰθυπτίων: πτῑ, ωνος, ὁ, ἡ, μόνον ἐν Ἰλ. Φ. 169, μελίην ἰθυπτίωνα Ἀστεροπαίῳ ἐφῆκε, ἐκ τοῦ πέτομαι, κατ’ εὐθεῖαν πετομένην (πρβλ. ἰθὺς ΙΙ)· ἀλλ’ ὁ Ζηνόδοτος ἀνέγνω ἰθυκτίωνα, ἐκ τοῦ κτεὶς ἢ κτηδών, εὐθείας ἶνας ἔχων.

English (Autenrieth)

ωνος (πέτομαι): straightflying, μελίη, Il. 21.169†.

Greek Monolingual

ἰθυπτίων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που πετά κατευθείαν μπροστά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (I) + θ. πτ- (μηδενισμένη βαθμίδα του πέτομαι) + κατάλ. -ιων].

Greek Monotonic

ἰθυπτίων: [πτῑ], -ωνος, ὁ, ἡ (πέτομαι), αυτός που εκτοξεύεται σε ευθεία γραμμή, λέγεται για το ακόντιο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἰθυπτίων: 2, gen. ωνος прямо летящий (μελίη Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: flying straight (lance) (Φ 169, verse end).
Other forms: only acc. μελίην -ωνα
Origin: IE [Indo-European] [825] *pet- fly, fall
Etymology: Compound of ἰθύς and the zero grade of πέτομαι with ending after the nouns in -ων, -ίων (καταπύγων, οὑρανίων, κυλλοποδίων) for *ἰθύ-πτ-ιος (like ὁμό-γν-ιος). Schulze Q. 309 (also on the lengthening of the -ι-), Risch 52.

Middle Liddell

ἰθυ-πτίων, ωνος, πέτομαι
straight-flying, of a javelin, Il.