ὀπαδός

From LSJ
Revision as of 12:26, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")

Κακοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ κακός → Facient malorum te malum commercia → Mit Schlechten Umgang pflegend wirst du selber schlecht

Menander, Monostichoi, 274
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπαδός Medium diacritics: ὀπαδός Low diacritics: οπαδός Capitals: ΟΠΑΔΟΣ
Transliteration A: opadós Transliteration B: opados Transliteration C: opados Beta Code: o)pado/s

English (LSJ)

v. ὀπηδός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπᾱδός: -όν, Δωρ. καὶ Ἀττ. ἀντὶ τοῦ Ἰων. ὀπηδός, (ὅπερ δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἄν καὶ δυνάμεθα νὰ εἰκάσωμεν αὐτὸ ἐν τοῦ ῥήμ. ὀπηδέω), πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβ. εἰς Φρύν. 431. - Ὁ συνοδεύων τινά, συμπορευόμενος, σύντροφος, (πρβλ. τὸ Ὁμηρικὸν ὀπάων), Σοφ.Τρ. 1264, Εὐρ. Ἄλκ. 137· ἐπὶ σωματοφυλάκων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 985· μετὰ γεν., Πάν, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδὸς Πινδ. Ἀποσπ. 63· ἀοιδὰ στεφάνων ἀρετᾶν τε .. ὀπ. ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 13· τέκνων ὀπ., ἐπὶ παιδαγωγοῦ Εὐρ. Μήδ. 53· πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων, ἡ καταδιώκουσα αὐτάς, ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Σοφ. Ο. Κ. 1095· ἀστέρες ... νυκτὸς ὀπ. Θεόκρ. 2. 166. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., μετὰ δοτ., ὁ ἀκόλουθος, συνοδεύων τινὰ καὶ ὑπηρετῶν, θεράπων, ἐγὼ Μούσῃσιν ὀπηδὸς Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 450· πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις, μὲ πτέρυγας ἀκολουθούσας τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου (ἔνθα ὁ Dobree προέτεινε τὴν γραφὴν ὀπαδοῦσ’, ἀκολουθοῦσα διὰ τῆς πτήσεως τὰς ὁδοὺς τοῦ ὕπνου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 426· σταγόνα σπονδῖτιν, θυέεσσιν ὀπηδὸν Ἀνθ. Π. 6. 190. Λέξ. ποιητ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ, 252C, Φιλήβῳ 63Ε, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις. (Περὶ τῆς ἐτυμολογίας ἴδε ὀπάζω).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, ἡ)
1 suivant, suivante;
2 qui poursuit, gén..
Étymologie: cf. ἕπομαι.

English (Slater)

ὀπᾱδός (ὁ. ἡ.) attendant Ματρὸς μεγάλας ὀπαδέ (sc. ὦ Πάν) fr. 95. 3. ]ὀπαδὸν ως[ ?fr. 335. 7. met., ἀοιδὰν στεφάνων ἀρετᾶν τε δεξιωτάταν ὀπαδόν (N. 3.8)

Greek Monolingual

ο, η (Α ὀπαδός, ιων. τ. ὀπηδός)
αυτός που συμπορεύεται, συνοδοιπόρος, ακόλουθος
νεοελλ.
αυτός που αποδέχεται και ακολουθεί τις πολιτικές ή κοινωνικές ή φιλοσοφικές ιδέες κάποιου, θιασώτης
αρχ.
1. σωματοφύλακας («ἐμοὶ δ' ὀπαδοὺς τούσδε καὶ δορυσσόους», Αισχύλ.)
2. ως επίθ. αυτός που συνοδεύει και υπηρετεί κάποιον, θεράπων («πτεροῖς ὀπαδοῖς ὕπνου κελεύθοις», Αισχύλ.)
3. φρ. «τέκνων ὀπαδός» — παιδαγωγός (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. οπάζω].

Greek Monotonic

ὀπᾱδός: -όν, Δωρ. και Αττ. αντί Ιων. ὀπηδός,
I. ακόλουθος, σύντροφος, υπηρέτης, σε Σοφ., Ευρ.· μεταφ., ἀοιδὰ στεφάνων ὀπαδός, σε Πίνδ.· πυκνοστίκτων ὀπαδὸς ἐλάφων, αυτή που τα καταδίωκε, λέγεται για την Άρτεμη, σε Σοφ.· ἀστέρες νυκτὸς ὀπαδοί, σε Θεόκρ.
II. ως επίθ., συνοδευτικός, υπηρετικός, με δοτ., σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

ὀπᾱδός: эп.-ион. ὀπηδός ὁ и ἡ
1) спутник или спутница (τινος и τινι Anth., Trag., Plat.): νυκτὸς ὀπαδοί Theocr. (звезды) спутницы ночи;
2) проводник, провожатый или проводница, провожатая (τέκνων Eur.);
3) слуга или служанка Trag.;
4) преследователь(ница) (ἐλάφων Soph.).

Middle Liddell

ὀπᾱδός, όν
I. attendant, Soph., Eur.: metaph., ἀοιδὰ στεφάνων ὀπαδός Pind.; πυκνοστίκτων ὀπ. ἐλάφων pursuing them, of artemis, Soph.; ἀστέρες νυκτὸς ὀπ. Theocr.
II. as adj. accompanying, attending, c. dat., Hhymn. [from ὀπάζω

English (Woodhouse)

(see also: ὀπηδός) attendant, squire, attendant on a knight

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)