ὀνειδείη
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
ἡ, poet. for ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε Nic. Al.408.
German (Pape)
[Seite 345] ἡ, poet. = ὄνειδος, Hom. ep. 4, 12.
Russian (Dvoretsky)
ὀνειδείη: ἡ ион. = ὄνειδος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνειδείη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ὄνειδος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 12.
Greek Monolingual
ὀνειδείη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) όνειδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το επίθ. ὀνείδειος (πρβλ. ελεγχείη: έλεγχος)].