ὕσκλος

From LSJ
Revision as of 16:33, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕσκλος Medium diacritics: ὕσκλος Low diacritics: ύσκλος Capitals: ΥΣΚΛΟΣ
Transliteration A: hýsklos Transliteration B: hysklos Transliteration C: ysklos Beta Code: u(/sklos

English (LSJ)

ὁ, the latchet or eyelets of a sandal, ὕσκλοι· ἀγκύλαι, βρόχοι, οὓς ἡμεῖς ὕσκλους τῶν ὑποδημάτων καὶ τὰς λέγνας τῶν ἱματίων, Hsch.; ὕσκλοι· ἀγκύλοι, Theognost.Can.24; written ὕσχλος in Poll.7.80; τὸ ὕσχλος δασύνεται, ἔστι δὲ τῶν ὑποδημάτων, ὅθεν οἱ ἱμάντες ἐξάπτονται πρὸς τὸ συνέχειν τὸν πόδα, Phryn.PS p.25 B . . hence ἕπτυσχλος, ἐννήϋσκλοι.

Greek (Liddell-Scott)

ὕσκλος: ὁ, ἡ ἄκρα (corrigiae ansulae) σανδαλίου ὅπου ἦσαν αἱ «θηλειαὶ» δι’ ὧν διήρχοντο οἱ ἱμάντες οἱ δένοντες τὸ ὑπόδημα εἰς τὸν πόδα, Θεογνώστ. Κανόν. ἐν Ὀξ. Ἀνεκδ. τ. 2. 24, 6· φέρεται καὶ ὕσχλος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 80· ἐντεῦθεν ἕπτυσκλος, ἐννέϋσκλος· καὶ ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 34.

Frisk Etymology German

ὕσκλος: ὕσχλος
{húsklos}
Grammar: m.
Meaning: ‘Vorrichtung (ἀγκύλη, βρόχος) an der Sandale, in der die Riemen befestigt wurden’ (Phryn. PS, Poll., H., Theognost.); ἐννήῢσκλοι· ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων H., ἕπτυσχλοι· ἀνδρεῖον ὑπόδημα H. (Hermipp. 67).
Etymology : Fremdwort unbekannter Herkunft.
Page 2,974

German (Pape)

od. ὕσχλος, ὁ, auch ἴσκλος od. ἴσχλος, die Ränder und Öfen an den Sohlen, die mit durchgezogenem Riemen über dem Fuße festgeschnürt wurden, doch so, daß der größte Teil des Oberfußes unbedeckt blieb; Sp. und VLL.