αἴθριος
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
ον, A clear, bright, of weather, αἰθρίου ἐόντος τοῦ ἠέρος Hdt. 2.25; αἴθριος πάγος = clear frost, S.Fr.149; f.l. in Ant.357. 2 epithet of Ζεύς, Heraclit. 120, Theoc.4.43, cf. Arist.Mu.401a17, Thphr.CP5.12.2; of winds which cause a clear sky, h. Ap.433, Arist.Mete.364b29; especially of the North wind, ib. 358b1. II kept in the open air, στέφη Cratin.22. III αἴθριον, τό, adaptation of Lat. atrium to a Greek sense, J.AJ3.6.2, Luc.Anach.2, POxy.268.22 (i A. D.), etc.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: neutr. plu. graf. ἔθρια Hsch.
I 1que procede del éter o habita en él de los vientos h.Ap.433, Call.Fr.228.51, de Zeus, Heraclit.B 120, Arist.Mu.401a17, Theoc.4.43, IByzantion 19.3 (I a.C.), IPr.185 (I a.C.).
2 claro, despejado ἠήρ Hdt.2.25, ἡμέρα Plb.4.78.6, αἴγλη Nonn.D.22.215, αὐλή (celestial), Nonn.D.33.286.
3 producido con el relente αἰ. πάγος S.Fr.149.3
•expuesto al aire libre στέφη Cratin.24, ξυνελέγησαν αἴθριοι se reunieron al aire libre Procop.Vand.1.4.4.
4 causante del buen tiempo, que despeja la atmósfera ἄνεμοι Arist.Mete.364b29.
II subst.
1 τὸ αἰ. patio αἴθριον διαμετρησάμενος τὸ μὲν εὖρος πεντήκοντα πηχῶν I.AI 3.108, cf. Luc.Am.12, ἐν τῷ αἰθρίῳ τῆς αὐλῆς Luc.Anach.2
•en pap. patio interior a cielo abierto, patio de luces τὸ αἴ. τοῦ κοιτῶνος PCair.Zen.764.39 (III a.C.), μέρος οἰκίας ... ἐν ᾗ κατὰ μέσον αἴ. καὶ τῆς προσού[σης] αὐλῆς POxy.247.24 (I d.C.), οἰκία καὶ αἴ. καὶ χρηστήρια PSI 1117.24 (II d.C.), cf. POxy.268.22 (I d.C.), SB 13294.9, PMerton 122.5 (ambos II d.C.), POxy.1957.12 (V d.C.).
2 ἔθρια· εὐδία Hsch.l.c.
• Etimología: Cf. αἴθρα, αἰθήρ.
Greek (Liddell-Scott)
αἴθριος: αἴθριον, καθαρός, λαμπρός, ἀνέφελος ἐπὶ ἀτμοσφαιρ. καταστάσεως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 433· αἰθρίου ἐόντος τοῦ ἠέρος, Ἡρόδ. 2. 25. 2) ὡσαύτως ὡς ἐπίθ. τοῦ Διός, Θεόκρ. 4. 43, Ἀριστ. Κόσμ. 7, 2, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 12, 2: ἐπὶ ἀνέμων καθιστώντων ἀνέφελον τὸ στερέωμα, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 18· ἰδίως ἐπὶ τῶν βοβείων ἀνέμων, αὐτόθι 2. 6, 22. ΙΙ. ὁ ἐν ὑπαίθρῳ τηρούμενος, Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν», 5. 2) ψυχρός, κρυερός· πάγου φανέντος αἰθρίου, Σοφ. Ἀποσπ. 162· περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 357, ἴδε ἐν λέξει ὑπαίθριος. ΙΙΙ. αἴθριον, τό, ὡς ἡρμηνεύθη εἰς τὴν Ἑλλ. τὸ Λατ. atrium, πρόδομος, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 3. 6, 2, Λουκ. Ἀναρχ. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 pur, serein;
2 qui se trouve à l'air libre : τὸ αἴθριον traduct. par allitér. du lat. atrium.
Étymologie: αἴθρα.
Greek Monotonic
αἴθριος: -ον (αἴθρη), καθαρός, λαμπρός, ανέφελος, ξάστερος, λέγεται για τον καιρό, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· επίθ. του Διός, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἴθριος:
1) чистый, ясный, безоблачный (ἄνεμος HH, Arst.): ὁ Ζεὺς ἄλλοκα μὲν πέλει αἴ., ἄλλοκα δ᾽ ὕει Theocr. то стоит ясная погода, то идет дождь;
2) холодный (πάγος Soph.).
Middle Liddell
αἴθρη
clear, bright, fair, of weather, Hhymn., Hdt.; epithet of Ζεύς, Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἴθριος -ον αἰθήρ
1. helder (van weer); ook als epithet van Zeus van de heldere hemel.
2. subst. n.., τὸ αἴθριον ‘aithrium’, d.w.z. atrium (Lat.; het Grieks betekent eigenl. ‘plaats in de openlucht’; het Latijnse woord is aangepast om het een doorzichtige Griekse betekenis te geven).