κορυνήτης

From LSJ
Revision as of 21:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορυνήτης Medium diacritics: κορυνήτης Low diacritics: κορυνήτης Capitals: ΚΟΡΥΝΗΤΗΣ
Transliteration A: korynḗtēs Transliteration B: korynētēs Transliteration C: korynitis Beta Code: korunh/ths

English (LSJ)

ον, ὁ, club-bearer, mace-bearer, Il.7.9, 138, Paus.8.11.4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
homme armé d'une massue ; particul. l'homme à la massue (le brigand Périphétès).
Étymologie: κορύνη.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνήτης: -ου, ὁ, ὁ φέρων ῥόπαλον, ῥοπαλοφόρος, Ἰλ. Η. 9, 138, Παυσ. 8. 11.

English (Autenrieth)

club-brandisher. (Il.)

Greek Monolingual

ο (Α κορυνήτης)
οπλισμένος με πολεμικό ρόπαλο, ροπαλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. -της, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.].

Greek Monotonic

κορῠνήτης: -ου, ὁ, ραβδούχος, ροπαλοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

κορῠνήτης: ου ὁ булавоносец, палиценосец Hom., Diod., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κορυνήτης -ου, ὁ [κορύνη] met een knots gewapend.

Middle Liddell

κορῠνήτης, ου, [from κορύνη
a club-bearer, mace-bearer, Il.