κορυνήτης
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
English (LSJ)
ον, ὁ, club-bearer, mace-bearer, Il.7.9, 138, Paus.8.11.4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
homme armé d'une massue ; particul. l'homme à la massue (le brigand Périphétès).
Étymologie: κορύνη.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ὁ φέρων ῥόπαλον, ῥοπαλοφόρος, Ἰλ. Η. 9, 138, Παυσ. 8. 11.
English (Autenrieth)
club-brandisher. (Il.)
Greek Monolingual
ο (Α κορυνήτης)
οπλισμένος με πολεμικό ρόπαλο, ροπαλοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορύνη + κατάλ. -της, που συν. εμφανίζεται σε μεταρρμ. παρ.].
Greek Monotonic
κορῠνήτης: -ου, ὁ, ραβδούχος, ροπαλοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
κορῠνήτης: ου ὁ булавоносец, палиценосец Hom., Diod., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κορυνήτης -ου, ὁ [κορύνη] met een knots gewapend.