εὐσταλής

From LSJ
Revision as of 18:28, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσταλής Medium diacritics: εὐσταλής Low diacritics: ευσταλής Capitals: ΕΥΣΤΑΛΗΣ
Transliteration A: eustalḗs Transliteration B: eustalēs Transliteration C: efstalis Beta Code: eu)stalh/s

English (LSJ)

ές, (στέλλω)
A well-equipped, στόλος A. Pers.795; of troops, light-armed, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Th.3.22; ἱππεὺς εὐσταλέστατος X.Eq.7.8, etc.; ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος D.H.7.59; τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον, = εὐστάλεια, Hdn.3.8.5.
2 convenient, neat, Hp.Fract. 37 (Comp.), prob. in Id.Mochl.1; convenient to handle, manageable, σωμάτιον Id.Superf.7 (Comp.); πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής = a fair and easy voyage, S.Ph.780.
3 compact, εὐ. τὸν ὄγκον Plu.Mar.34; σώματα Id.2.353a; εὐ. δίαιτα light diet, Philum. ap. Orib.45.29.8.
4 correct in habit and manners, well-behaved, κόσμιος καὶ εὐ. ἀνήρ Pl.Men. 90a, cf. Diod.Com.2.17; orderly, ἱερουργίαι Plu.Sol.12; in dress, neat, trim, Luc.Tim.54.
II Adv. εὐσταλῶς, Ion. εὐσταλέως, of dress, well girt up, Hp.Off.3, Opp.C.1.97; of light-armed troops, κούφως καὶ εὐσταλῶς ἐκτρέχειν Hdn.4.15.1.
2 of bandaging, compactly, Hp.Off.9 (Sup.), Mochl.1 codd.
3 decently, in order, ταφῆναι Phld.Mort.31.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 bien équipé;
2 dont l'équipement est bien proportionné ou ne surcharge pas ; léger, alerte, souple;
3 en gén. de tenue correcte;
4 aisé, facile.
Étymologie: εὖ, στέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσταλής: -ές, (στέλλω) καλῶς παρεσκευασμένος, στόλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 795∙ ἐπὶ στρατοῦ, ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Λατιν. expeditus, εὐσταλεῖς τῇ ὁπλίσει Θουκ. 3. 22∙ ἱππεὺς εὐσταλέστατος Ξεν. Ἱππ. 7. 8, κτλ.∙ ὁπλισμὸς εὐσταλέστερος Διον. Ἁλ. 7. 59∙ τὸ εὐσταλὲς πρὸς πόλεμον = εὐστάλεια, Ἡρῳδιαν. 3. 8. 2) ἁπλοῦς, εὔκολος, Ἱππ. Μοχλ. 841∙ πλοῦς οὔριός τε κεὐσταλής, καλὸν καὶ εὔκολον ταξείδιον, Σοφ. Φιλ. 780. 3) συμπαγής, ὑστέρα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 6, 14∙ εὐσταλὴς τὸν ὄγκον, τῷ σώματι Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ. 4) καλὸς τὸ ἦθος καὶ τοὺς τρόπους, εὐπρεπής, χαρίεις, κόσμιος καὶ εὐστ. ἀνὴρ Πλουτ. Μένων 90Α, πρβλ. Διόδ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 17, Πλουτ. Σόλων 12: - κατὰ τὴν στολὴν ἢ ἐνδυμασίαν, εὐπρεπής, τὸ σχῆμα εὐσταλὴς Λουκ. Τίμ. 54. ΙΙ. Ἐπίρρ. -λῶς, Ἰων. -λέως, ἐπὶ στολῆς, Ὀππ. Κυν. 1. 97, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 740∙ ἐπὶ ἐλαφρῶς ὡπλισμένων στρατευμάτων, Ἡρῳδιαν. 4. 15. 2) κομψῶς, κοσμίως, Ἱππ. π. Ἰητρεῖον 743.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐσταλής, -ές)
με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία
μσν.-αρχ.
ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος
2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)
3. πρόσφορος, κατάλληλος
4. ευμεταχείριστος
5. άνετος, εύκολος («πλοῦς εὐσταλής», Σοφ.)
6. συμπαγής, στερεός
7. (για τροφή) σε κανονική ποσότητα
8. αυτός που έχει κανονική διατροφή («ταῖς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)
9. (για ενδύματα) ο κομψός
10. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», Πλούτ.)
11. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσταλές
η κατάλληλη προετοιμασία.
επίρρ...
εὐσταλῶς (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)
ευπρεπώς, με σεμνότητα
αρχ.
1. (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος
2. (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό
3. (για επιδέσμους) στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταλής (< εστάλην του στέλλω), πρβλ. ασταλής, μονοσταλής].

Greek Monotonic

εὐστᾰλής: -ές (στέλλω),·
1. καλά εφοδιασμένος, σε Αισχύλ.· λέγεται για στρατιώτες, ψιλά, ελαφρά οπλισμένοι, Λατ. expeditus, σε Θουκ., Ξεν.
2. απλός, εύκολος, ευχάριστος, σε Σοφ.
3. καλοδεμένος, καλοσυσκευασμένος, συμπαγής, σε Πλούτ.
4. αυτός που έχει καλή συμπεριφορά, αυτός που έχει καλούς τρόπους, σε Πλάτ.· λέγεται για τα ρούχα, καθαρός και περιποιημένος, συγυρισμένος, φροντισμένος, ευπρεπής, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

εὐστᾰλής:
1) хорошо снаряженный (στόλος Aesch.);
2) (тж. εὐ. τῇ ὁπλίσει Thuc.) легко вооруженный (σώματα τῶν Γαλατῶν Plut.);
3) хорошо сидящий в седле (ἱππεύς Xen.);
4) легкий, подвижной (σῶμα Plut. - ср. 2);
5) легкий, нетяжелый (εὐ. τὸν ὄγκον Plut.);
6) легкий, благополучный (πλοῦς Soph.);
7) (тж. εὐ. τὸ σχῆμα Luc.) чинный, благовоспитанный (ἀνήρ Plat.);
8) правильный, нормальный (ὑστέρα Arst.).

Middle Liddell

εὐ-στᾰλής, ές στέλλω
1. well-equipt, Aesch.; of troops, light-armed, Lat. expeditus, Thuc., Xen.
2. well-conducted, favourable, Soph.
3. well-packed, compact, Plut.
4. well-behaved, mannerly, Plat.: —in dress, neat, trim, Luc.

English (Woodhouse)

lightly equipped, well equipped

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)