ἐΐσκω

From LSJ
Revision as of 15:21, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐΐσκω Medium diacritics: ἐΐσκω Low diacritics: εΐσκω Capitals: ΕΪΣΚΩ
Transliteration A: eḯskō Transliteration B: eiskō Transliteration C: eisko Beta Code: e)i/+skw

English (LSJ)

poet. Verb, A only pres. and impf. (exc. fut. εἴξω, τίνι [σε] εἴξομεν; Jul.Or.2.52d):—make like (cf. ἴσκω), αὐτὸν..ἤϊσκεν δέκτῃ he made him like a beggar, Od.4.247, cf. 13.313:—Pass., δέμας ῖσον ἐΐσκετό τινι he became like, Nonn.D.4.72. II deem like, liken, τάδε νυκτὶ ἐΐσκει Od.20.362, cf. 11.5.181; Ἀρτέμιδί σε..ἐΐσκω I compare thee to her, Od.6.152, cf. Il.3.197, Sapph.Supp.13.5, Ibyc. Oxy. 1790.45; οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω I do not deem thee like, i.e. take thee for, a wise man, Od.8.159. 2 c. acc. et inf., deem, suppose, οὔ τί σ' ἐΐσκομεν..ἠπεροπῆα ἔμεν 11.363, cf. Il.13.446; ἄντα σέθεν γὰρ Εάνθον..ἠΐσκομεν εῖναι 21.332, cf. Theoc.25.199. 3 abs., ὡς σὺ ἐΐσκεις as thou deemest, Od.4.148. (Ϝε-ϝίκ-σκω, cf. (ϝ) έ- (ϝ) οικ-α, (ϝ) ε- (ϝ) ικ-υῖα.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): εἴσκω Il.11.799, cf. Aristarch. en Hdn.Gr.2.98
• Morfología: [lesb. pres. inf. ἐίσ[κ] ην Sapph.23.5; impf. ἔισκον Theoc.25.140]
I en v. act.
1 c. ac. y dat. comparar, tener por, tomar por ἀρνειῷ μιν ἔγωγε ἐΐσκω yo lo comparo a un carnero, Il.3.197, σε τῷ εἴσκοντες ... Τρῶες Il.11.799, οὐ γὰρ σ' οὐδέ, ξεῖνε, δαήμονι φωτὶ ἐ. pues no te tengo, extranjero, por un hombre experto, Od.8.159, ἐπεὶ τάδε νυκτὶ ἐΐσκει puesto que esto (el día) le parece noche, Od.20.362, ξάνθᾳ δ' Ἐλένᾳ σ' ἐίσ[κ] ην Sapph.l.c., ὅν ῥα ... ἀστέρι πάντες ἔισκον Theoc.l.c., cf. Nonn.D.20.260, Q.S.2.429, ἰῷ πορδαλίων δὲ τίς ἂν μύραιναν ἐΐσκοι; Opp.C.1.69, c. ac. de rel. Τυδεΐδῃ μιν ἔγωγε ... δαΐφρονι πάντα ἐ. en todo le veo semejante al Tidida, Il.5.181, Ἀρτέμιδί σε ... εἶδος ... ἐ. Od.6.152, cf. Ibyc.1(a).45, τί μ' ἀθανάτῃσιν ἐΐσκεις; h.Ven.109, cf. AP 15.9 (Cyrus Flauius)
c. dos ac. τὸ μὲν (ῥόπαλον) ... ἐΐσκομεν ... ὅσσον θ' ἱστὸν νηός del tronco con el que Odiseo ciega al Cíclope Od.9.321.
2 c. ac. ref. al suj. y dat. asemejarse αὐτὸν ... κατακρύπτων ἤϊσκε δέκτῃ disfrazándose se parecía a un mendigo, Od.4.247, σὲ γὰρ αὐτὴν παντὶ ἐΐσκεις pues te haces a ti misma semejante a todo, e.e., te apareces en distintas figuras, Od.13.313, ἀθανάτῃς δὲ θεῇς εἰς ὦπα ἐίσκειν παρθενικῆς καλὸν εἶδος Hes.Op.62.
3 creer que c. inf., en constr. pers. y trad. impers. ἦ ἄρα δή τι ἐΐσκομεν ἄξιον εἶναι τρεῖς ἑνὸς ἀντὶ πεφάσθαι; ¿acaso parece que creemos digno que mueran tres por uno?, Il.13.446, cf. 21.332, οὔ τί σ' ἐΐσκομεν ... ἠπεροπῆα ἔμεν en nada creemos que eres igual a un embaucador, Od.11.363, ἀθανάτων τιν' ἐίσκομεν ἀνδράσι πῆμα ... ἐφεῖναι Theoc.25.199
abs. ὡς σὺ ἐΐσκεις como tú crees, Od.4.148, ὥσπερ ἐίσκω AP 8.156 (Gr.Naz.).
II en v. med. asemejarse, parecerse c. dat. y ac. de rel. κάρη γε μὲν ἁρπεδὲς αὔτως ὕδρῳ ἐισκόμενος Nic.Th.421, Πεισινόῃ δέμας ἶσον ἐίσκετο Nonn.D.4.72, sólo c. dat. Nic.Fr.74.46, Opp.H.3.547.
• Etimología: De *Ϝε-Ϝικ-σκω o de ἐϝίσκω, cf. ἔοικα.

Greek (Liddell-Scott)

ἐΐσκω: Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ *εἴκω, ἔοικα, πρβλ. δικεῖν, δίσκος): - καθιστῶ ὅμοιον, (πρβλ. ἴσκω), αὐτὸν... ἤϊσκεν δέκτῃ, κατέστησεν ὅμοιον πρὸς ἐπαίτην, Ὀδ. Δ. 247, πρβλ. Ν. 313: - Παθ., δέμας ἶσον ἐΐσκετό τινι, κατέστη ὅμοιος, Νόνν. Δ. 4. 72, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 8749. ΙΙ. θεωρῶ τι ὅμοιον πρός, παρομοιάζω, τάδε νυκτὶ ἐΐσκει, «τὰ γὰρ κατ’ οἶκον νυκτὶ εἰκάζει» (Σχόλ.), Ὀδ. Υ. 362, πρβλ. Ἰλ. Ε. 181· Ἀρτέμιδί σε... ἐΐσκω, σὲ παρομοιάζω πρὸς τὴν Ἄρτεμιν, Ὀδ. Ζ. 152, πρβλ. Ἰλ. Γ. 197· οὔ σε δαήμονι φωτὶ ἐΐσκω ἄθλων, δέν σε νομίζω ὡς ἄνθρωπον ἔμπειρον τῆς ἀθλητικῆς, «τὸ δαήμων ἄθλων, περίφρασίς ἐστι τοῦ ἀθλητὴρ» (Εὐστ.), Ὀδ. Θ. 159. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ. θεωρῶ, ὑποθέτω, οὔ σε ἐΐσκομεν... ἠπεροπῆα ἔμεν Λ. 363, πρβλ. Ἰλ. Ν. 446· ἄντα σέθεν γὰρ Ξάνθον... ἠΐσκομεν εἶναι Φ. 332, πρβλ. Θεόκρ. 25. 199. 3) ἀπολ., ὡς σὺ ἐΐσκεις, καθὼς σὺ νομίζεις, Ὀδ. Δ. 148· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἤϊσκον;
1 rendre semblable : αὐτὸν ἤϊσκε δέκτῃ OD il se donnait l'air d'un mendiant;
2 juger semblable ; assimiler, comparer : τινά τινι une personne à une autre;
3 p. ext. juger, penser : ὡς σὺ ἐΐσκεις OD comme tu le penses.
Étymologie: pour *ἐΐκ-σκω de *Ϝε-Ϝίκ-σκω, de la R. Ϝικ être semblable ; cf. *εἴκω, ἴσκω.

Greek Monolingual

ἐΐσκω και ἴσκω (Α)
1. εξομοιώνω
2. θεωρώ όμοιο, παρομοιάζω
3. υποθέτω, νομίζωἄντα σέθεν γὰρ Ξάνθον δινήεντα μάχῃ ἠΐσκομεν εἶναι»).

Greek Monotonic

ἐΐσκω: Επικ. ρήμα, μόνο σε ενεστ. και παρατ.,
I. κάνω κάτι ίδιο, όμοιο (πρβλ. ἴσκω), σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. θεωρώ κάτι όμοιο, παρομοιάζω, παραβάλλω, συγκρίνω, τινά ή τί τινι, σε Όμηρ.
2. με αιτ. και απαρ., θεωρώ, νομίζω, υποθέτω, στον ίδ.
3. Αποθ., ὡς σὺ ἐΐσκεις, όπως εσύ νομίζεις ή πιστεύεις, σε Ομήρ. Οδ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐΐσκω: (только praes. и impf. ἤϊσκον)
1) уподоблять: αὐτὸν ἤϊσκε δέκτῃ Hom. он принял вид нищего;
2) приравнивать, находить похожим: ἐ. τινὰ Ἀρτέμιδι Hom. принять кого-л. за Артемиду;
3) считать, находить, полагать: ἐγὼ νοέω ὡς σὺ ἐΐσκεις Hom. я думаю как и ты; ἄντα σέθεν Ξάνθον μάχῃ ἠΐσκομεν (pl. = sing.) εἶναι Hom. я нахожу, что Ксант - достойный для тебя противник в бою; ἀθανατων τίν᾽ ἐΐσκομεν πῆμα εφειναι Theocr. полагаю, что (это) бедствие ниспослал кто-то из бессмертных.