ῥέμβω

From LSJ
Revision as of 18:35, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥέμβω Medium diacritics: ῥέμβω Low diacritics: ρέμβω Capitals: ΡΕΜΒΩ
Transliteration A: rhémbō Transliteration B: rhembō Transliteration C: remvo Beta Code: r(e/mbw

English (LSJ)

A turn round and round, Act. ῥέμβει· πλανᾶται, Gal.19.134:—Pass., aor. inf. ῥεμφθῆναι Hsch. II Med. ῥέμβομαι, roam, rove, roll about, Men.481.15, PCair.Zen.447.10 (iii B.C.), Ptol.Euerg.3J., POxy.1581.6(ii A.D.), D.Chr.62.7; ἔξω ῥ. LXX Pr.7.12; ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου Plu.Fab.20; ἐν Πειραιεῖ Id.Dem. 6; εἰν ἁλί AP9.415 (Antiphil.); ὄμμασι ib.5.288 (Agath.): metaph., to be unsteady, act at random, ἐν τοῖς πράγμασι Plu.Pomp.20; ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς Id.2.80f; of food eaten without an appetite, ib. 664a; ῥέμβεται ἡ λέξις is vague, S.E.M.2.52. (Cf. Lith. reñgtis 'bend, curve (intr.)'.)

German (Pape)

[Seite 837] im Kreise herum bewegen, drehen, wälzen, treiben, im act. nur bei Hesych. – Pass. sich herumdrehen, herumschweifen, πλανᾶσθαι, VLL., ἀπὸ γῆς εἰν ἁλί, vom Schiffe, Antiphil. 1 (IX, 415); κρυφίοις ὄμμασι ῥεμβομένη, Agath. 7 (V, 289). 23 (V, 299); ῥέμβεται ἡ λέξις, schwankt, S. Emp. adv. rhett. 52; ῥεμβόμενος ἀπ ὸ τοῦ στρατοπέδου καὶ τὴν τάξιν ἐκλείπων, Plut. Fab. 20, der de curios. 12 sagt δεῖ μὴ καθάπερ θεράπαιναν ἀνάγωγον ἔξω ῥέμβεσθαι τὴν αἴσθησιν; vgl. Pomp. 20, wo es schon in der übertragenen Bdtg »planlos handeln« steht, ῥεμβόμενον ἐν τοῖς πράγμασι καταμαθὼν αὐτόν; u. soa. Sp.; bei Plut. Symp. 4, 1, 3 g. E. mit ἀνόρεκτον vrbdn, von Speisen.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
faire tournoyer ; Pass.
1 tournoyer, s'agiter tout autour, errer çà et là ; fig. s'égarer dans des rêveries;
2 avoir l'esprit inquiet ou indécis, être irrésolu.
Étymologie: DELG étym. peu claire.

Greek (Liddell-Scott)

ῥέμβω: στρέφομαι ὁλόγυρα, περιστρέφομαι· τὸ ἐνεργητικὸν μόνον παρ’ Ἡσυχ., ὅστις ἔχει καὶ παθ. ἀόρ. ῥεμφθῆναι. ΙΙ. ῥέμβομαι, ἀποθ., περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, Μένανδρος ἐν «Ὑποβολιμαίῳ» 2, 15· ἔξω ῥ. Ἑβδ. (Παροιμ. Ζ΄, 12)· ἀπὸ τόπου Πλουτ. Φάβ. 20· ἐν τόπῳ ὁ αὐτ. ἐν Δημοσθ. 6, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 415· ὄμμασι αὐτόθι 5. 289· μεταφ., εἶμαι ἄστατος, ἐνεργῶ ὡς τύχῃ καὶ ἀλογίστως, ἐν τοῖς πράγμασι Πλουτ. Πομπ. 20· ἐν εἰδώλοις καὶ σκιαῖς ὁ αὐτ. 2. 80F ἐπὶ τροφῆς ἣν ἐσθίει τις ἄνευ ὀρέξεως, αὐτόθι 664Α· ῥέμβεται ἡ λέξις, εἶναι ἄδηλος καὶ ἀσαφής, ἀόριστος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 52. (Ἐντεῦθεν ῥόμβος, ῥύμβος, ῥυμβών, ῥυμβονάω).

Greek Monolingual

Α
βλ. ῥέμβομαι.