μακροβιότης

From LSJ
Revision as of 22:41, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροβῐότης Medium diacritics: μακροβιότης Low diacritics: μακροβιότης Capitals: ΜΑΚΡΟΒΙΟΤΗΣ
Transliteration A: makrobiótēs Transliteration B: makrobiotēs Transliteration C: makroviotis Beta Code: makrobio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, longevity, Arist.Rh. 1361b32, Gal.14.297, Alex.Aphr. in Top.258.4; of plants, Thphr.HP4.13.2.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
longévité.
Étymologie: μακρόβιος.

Greek (Liddell-Scott)

μακροβιότης: -ητος, ἡ, τὸ ζῆν μακρὸν χρόνον, μακροζωΐα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 15· ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 2· οὕτω, μακροβιοτία, ἡ, Κλήμ. Ἀλ. 180.

Greek Monotonic

μακροβιότης: -ητος, ἡ, μακροζωία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μακροβιότης: ητος ἡ долгая жизнь, долговечность Arst., Diog. L.

Middle Liddell

μακροβιότης, ητος, ἡ, [from μακρόβιος
longevity, Arist.