δικτυώδης
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
ες, A = δικτυοειδής (net-like), Sch.Ar.V.99, Poll.4.116. II Subst. δικτυῶδες, τό, = δικτυῶδες πλέγμα (rete mirabile), Hp.Ep.19 (Hermes 53.69).
German (Pape)
[Seite 630] ες, = δικτυοειδής, Schol. Ar. Vesp. 99.
Greek (Liddell-Scott)
δικτυώδης: -ες, (εἶδος) = δικτυοειδής, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφηξ. 99.
Spanish (DGE)
-ες
reticulado, en forma de red, ἀγρηνόν, τὸ δ' ἦν πλέγμα ἐξ ἐρίων δικτυῶδες περὶ πᾶν τὸ σῶμα Poll.4.116, κημὸς ... ἔστι δὲ πλέγμα δικτυῶδες καὶ ἠθμῶδες Sch.Ar.V.99b, ἄρκυες Eust.987.28.
Greek Monolingual
δικτυώδης, -ες (Α) δίκτυον
δικτυοειδής, δικτυωτός.