βωμάκευμα
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
English (LSJ)
[μᾱ], ατος, τό, = βωμολόχευμα, Apollod.Cyren. ap. Sch. Pl.R. 606c (pl.), EM218.7.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
bufonería βωμακεύματα καὶ βωμολοχεύματα Sch.Pl.R.606c, cf. EM 218.7G.
German (Pape)
[Seite 469] τό, = βωμολόχευμα, Schol. Plat. Rep. X p. 487.
Greek Monolingual
βωμάκευμα, το (Μ) βώμαξ
το βωμολόχευμα.