αὐτοκτονέω
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
slay one another, restored in S.Ant. 56 for the f.l. αὐτοκτενοῦντε.
Spanish (DGE)
darse muerte por sí mismo, matarse mutuamente ἀδελφὼ δύο ... αὐτοκτονοῦντες S.Ant.56.
German (Pape)
[Seite 398] sich selbst od. gegenseitig morden, Aesch. Sept. 716, wie Soph. Ant. 56 aus Emendation, denn αὐτοκτενοῦντε ist sprachwidrig gebildet; s. Lob. zu Phryn. 623.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. part. prés.
s'entrégorger.
Étymologie: αὐτοκτόνος.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοκτονέω: κτείνω ἰδίᾳ χειρί, ἀδελφὼ δύο μίαν καθ’ ἡμέραν αὐτοκτονοῦντε τὼ ταλαιπώρω μόρον κοινὸν κατειργάσαντ’ ἐπαλλήλοιν χεροῖν Σοφ. Ἀντ. 56, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. Ἡ τῶν χειρογρ. γραφὴ εἶναι αὐτοκτενοῦντε καὶ αὐτοκτενοῦντες· ὁ Κοραῆς ἐν Ἡλιοδ. Αἰθ. τόμ. Β΄, σ. 7 λέγει: «ἀναγνωστέον αὑτοκτονοῦντε (ὅ ἐστιν ἑαυτοκτονοῦντε, ἤγουν ἀλληλοκτονοῦντε), ὀμικρογραφοῦντας τὴν τρίτην ἀπὸ τέλους».
Greek Monotonic
αὐτοκτονέω: μέλ. -ήσω, σκοτώνω τον εαυτό μου, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοκτονέω: убивать друг друга (ἀδελφὼ δύο αὐτοκτονοῦντε Soph.).
Middle Liddell
[From αὐτοκτόνος
to slay one another, Soph.