ἀγχόνιος

From LSJ
Revision as of 11:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγχόνιος Medium diacritics: ἀγχόνιος Low diacritics: αγχόνιος Capitals: ΑΓΧΟΝΙΟΣ
Transliteration A: anchónios Transliteration B: anchonios Transliteration C: agchonios Beta Code: a)gxo/nios

English (LSJ)

α, ον, fit for strangling, βρόχος E.Hel.686; δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que sirve para ahorcar, estrangular, βρόχος E.Hel.686, δεσμός Nonn.D.21.31, 34.229.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui sert à étrangler, à étouffer.
Étymologie: ἀγχόνη.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγχόνιος: -α, -ον, (ἄγχω) κατάλληλος δι’ ἀπαγχόνισιν, βρόχος, Εὐρ. Ἑλ. 686 (ἐκ διορθώσ. τοῦ Elmsl. ἀντὶ ἀγχόνειος): δεσμός, Νόνν. Δ. 21. 31., 34. 229.

Greek Monotonic

ἀγχόνιος: -α, -ον (ἄγχω), κατάλληλος για απαγχονισμό· βρόχος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγχόνιος: служащий для удушения (βρόχος Eur.).

Middle Liddell

ἄγχω
fit for strangling, βρόχος Eur.