ἀκρονύκτιος

From LSJ
Revision as of 09:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρονύκτιος Medium diacritics: ἀκρονύκτιος Low diacritics: ακρονύκτιος Capitals: ΑΚΡΟΝΥΚΤΙΟΣ
Transliteration A: akronýktios Transliteration B: akronyktios Transliteration C: akronyktios Beta Code: a)kronu/ktios

English (LSJ)

ἀκρονύκτιον, = ἀκρόνυκτος (rising at sunset), Ἄρης Man. 5.177.

Spanish (DGE)

-ον que sale al anochecer del planeta Marte, Man.5.177.

German (Pape)

[Seite 84] im Spätaufgange, von Sternen, Maneth. 5, 177.

Greek Monolingual

-α, -ο και ακρόνυχτος, -η, -ο (AM ἀκρονύκτιος, -ιον, Α και ἀκρόνυκτος, -ον)
αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει κατά την αρχή της νύχτας, στο σούρουπο
νεοελλ.
(το ουδ. ως επίρρ.) το ακρόνυχτο
τα ξημερώματα, την αυγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -νύκτιος < νύξ].