ἀνεξέταστος

From LSJ
Revision as of 12:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

χρὴ τῶν ἀγαθῶν διακναιομένων πενθεῖν ὅστις χρηστὸς ἀπ' ἀρχῆς νενόμισται → when a good man is hurt, all who would be called good must suffer with him | when good men are being dragged down, anyone with worthy credentials must feel their pain | when the noble are afflicted, those who all their lives have been deemed loyal must mourn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεξέταστος Medium diacritics: ἀνεξέταστος Low diacritics: ανεξέταστος Capitals: ΑΝΕΞΕΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: anexétastos Transliteration B: anexetastos Transliteration C: aneksetastos Beta Code: a)nece/tastos

English (LSJ)

ον, A unexamined, not searched out, not inquired into or not examined, D.4.36, 21.218, Aeschin.3.22. II without inquiry or without investigation, ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ = the unexamined life is not worth living Pl.Ap.38a. Adv. ἀνεξετάστως Ph. 1.550, Plu.2.94d, etc.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no investigado, no examinado, βίος Pl.Ap.38a, οὐδέν Isoc.9.42, D.4.36, Aeschin.3.22, D.21.218, Luc.Abd.8, μίξεις Ph.2.266, πρᾶγμα Ph.2.298, μηδὲν ἀ. ἔσεσθαι παρὰ τῷ θεῷ Athenag.Leg.36.2, γνώμη D.C.56.28.5, δόξα Alex.Aphr.in Metaph.724.16, γράμμα Origenes Fr.Hom.39 in Ier.p.198.6.
2 que no examina μήτε ... ἐνέργει ... ἀνεξέταστος y no actúes sin previo examen M.Ant.3.5.
II adv. ἀνεξετάστως = sin examinar Ph.1.550, Plu.2.94c, Luc.Cal.26, τὰς ἐντολὰς τοῦ κυρίου ἀ. δεχόμεθα Basil.M.31.888B.

German (Pape)

[Seite 223] unerforscht, ungeprüft, βίος Plat. Apol. 58 a; Dem. 4, 36; Sp. – Adv., Stob. flor. 15, 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non examiné, non scruté;
2 qui ne recherche pas, qui n’examine pas.
Étymologie: , ἐξετάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεξέταστος: -ον, ὁ μὴ ἐξετασθείς, Δημ. 50. 16., 584. 10, Αἰσχίν. 57. 3. ΙΙ ἄνευ ἐρεύνης ἢ ἐξετάσεως, ὁ δὲ ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ Πλάτ. Ἀπολ. 38Α. ― Ἐπίρρ. -τως Φίλων 1. 550.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεξέταστος, -ον)
εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέταση
νεοελλ.
(Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχή
αρχ.
αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε.

Greek Monotonic

ἀνεξέταστος: -ον (ἐξετάζω),
I. μη εξεταζόμενος ή ανακρινόμενος, σε Δημ.
II. αυτός που δεν ερευνά, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεξέταστος:
1) неисследованный, неразобранный (ἀ. καὶ ἀζήτητος Aeschin.; ἀ. καὶ ἀόριστος Dem.);
2) не посвященный исследованиям (βίος Plat.).

Middle Liddell

ἐξετάζω
I. not inquired into or examined, Dem.
II. uninquiring, Plat.

English (Woodhouse)

unexamined, not proved

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)