ἀντιμεταλαμβάνω

From LSJ
Revision as of 13:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμεταλαμβάνω Medium diacritics: ἀντιμεταλαμβάνω Low diacritics: αντιμεταλαμβάνω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: antimetalambánō Transliteration B: antimetalambanō Transliteration C: antimetalamvano Beta Code: a)ntimetalamba/nw

English (LSJ)

A assume in turn or in exchange, πρόσωπον Plu.2.785c; τὸν τόπον τινός Ascl.Tact. 10.15; ὥσπερ ἐκ κληρονομίας τὸ μῖσος J.AJ16.3.1. 2 receive back in return, Phld.Oec.p.65J., cf. Piet.113. 3 take arguments in reverse order, Dam.Pr.350. II Gramm., use a form in place of another, A.D.Adv.130.14:—Pass., 154.22, al.; also, to be changed, εἰς . . 130.11.

Spanish (DGE)

I 1tomar a su vez, asumir a su vez πρόσωπον Plu.2.785c, τὸν τόπον Ascl.Tact.10.15, ὥσπερ ἐκ κληρονομίας τὸ ... μῖσος I.AI 16.66
gram. usar una forma por otra A.D.Adu.130.14.
2 recibir a cambio ἀπὸ λόγων φιλο[σό] φων ... ἀντιμεταλαμβάνειν εὐχάριστον Phld.Oec.p.65, cf. Piet.113.12.
3 exponer en orden inverso argumentos, Dam.Pr.350.
II en v. med. pas. cambiarse εἰς αἰτιατικήν A.D.Adu.130.11, cf. 130.14.

German (Pape)

[Seite 255] (s. λαμβάνω), statt einer Sache eine andere annehmen, Plut. an seni 4; vgl. Schol. Ar. Ran. 504; pass., verwandelt werden, B. A. 540, 21.

French (Bailly abrégé)

prendre en échange.
Étymologie: ἀντί, μεταλαμβάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμεταλαμβάνω: ἀντὶ ἑνὸς πράγματος λαμβάνω ἄλλο, Πλούτ. 2. 785C: ― Παθ., ἀντιμεταβάλλομαι, ἀντιμετειλημμένον δὲ εἰς αἰτιατικὴν Α. Β. 540. 21.

Greek Monolingual

ἀντιμεταλαμβάνω (Α)
1. παίρνω κάτι αντί να πάρω κάτι άλλο
2. ανταλλάσσω
3. (Γραμμ.) χρησιμοποιώ έναν τύπο στη θέση κάποιου άλλου.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμεταλαμβάνω: надевать взамен, менять (πρόσωπον Plut.).