ἀντιπερίσπασμα

From LSJ
Revision as of 17:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπερίσπασμα Medium diacritics: ἀντιπερίσπασμα Low diacritics: αντιπερίσπασμα Capitals: ΑΝΤΙΠΕΡΙΣΠΑΣΜΑ
Transliteration A: antiperíspasma Transliteration B: antiperispasma Transliteration C: antiperispasma Beta Code: a)ntiperi/spasma

English (LSJ)

ατος, τό, as military term, diversion, ἀ. ποιεῖν τινί Plb.3.106.6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
distracción como término milit. ποιεῖν ἀντιπερίσπασμα τοῖς Κελτοῖς Plb.3.106.6.

German (Pape)

[Seite 258] τό, das Abziehen vom Ziele, ποιεῖν τινι, dem Feinde eine Diversion machen, Pol. 3, 106.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπερίσπασμα: ατος τό досл. отвлечение в другую сторону, воен. диверсия (ἀ. ποιεῖν τοῖς πολεμίοις Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπερίσπασμα: τό, ὡς στρατιωτικὸς ὅρος, τὸ ἀντιπερισπᾶν, ἀντιπερισπασμός, ἀντιπερίσπασμα ποιεῖν τινι Πολύβ. 3. 106, 6.

Greek Monolingual

ἀντιπερίσπασμα, το (Α)
αντιπερισπασμός.