ἀπόδημος
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
Dor. ἀπόδαμος, ον,
A that is away from home, away from one's country, abroad, οὐκ ἀ. Ἀπόλλωνος τυχόντος Pi.P.4.5, cf. Plu.2.799f, etc.; ἀπόδημος ἐπέρχεσθαι = from abroad, CIG3344 A (Smyrna); ἀπόδημος στρατεία Luc.Am.6: metaph., τῆς ἐμῆς γνώμης Hp.Ep.17:—less Att. than ἔκδημος, Moer.143, cf. Poll.1.177.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. -δᾱμος Pi.P.4.5
1 de pers. que está en el extranjero οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος Pi.P.4.5, ἄγει δὲ καὶ ἀποδήμους Antipho Soph.B 81a, ἀνδρὸς ἀποδήμου Plu.2.799e, ἀπόδημον νυμφίον ἐκ πελάγους εἶδον ἐπερχόμενον GVI 1948.3 (Esmirna III d.C.), ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ Eu.Marc.13.34
•subst. τοὺς ... ἀποδήμους ... ἀποδοῦναι τὴν τιμήν SIG 279.25 (Zelea IV a.C.), de ahí Ἀπόδημοι, -ων, οἱ Los viajeros tít. de una comedia de Teófilo AB 724
•fig. alejado τῆς ἐμῆς γνώμης alejado de mi pensamiento Hp.Ep.17 (p.366).
2 que va al extranjero ἀ. στρατεία Luc.Am.6.
German (Pape)
[Seite 301] nicht daheim, in der Fremde, abwesend, verreis't, Pind. P. 4, 5; Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voyage hors de son pays.
Étymologie: ἀπό, δῆμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδημος: Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἢ ταξειδεύων ἐν ξένῃ χώρᾳ, Πινδ. Π. 4. 8., Πλούτ. 2. 799F, κτλ.· ἀπ. ἐπέρχεσθαι, ἐκ τῆς ξένης, Συλλ. Ἐπιγρ. 3344Α: - ἧττον Ἀττ. τοῦ ἔκδημος, «ἔκδημος, Ἀττικῶς· ἀπόδημος, Ἑλληνικῶς» Μοῖρ. 143.
English (Strong)
from ἀπό and δῆμος; absent from one's own people, i.e. a foreign traveller: taking a far journey.
English (Thayer)
ἀποδημον (from ἀπό and δῆμος the people), away from one's people, gone abroad: R. V. sojourning in another country). (From Pindar down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπόδημος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, ο ξενιτεμένος
2. φρ. «ο απόδημος ελληνισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δήμος «εδαφική περιοχή, συνήθως για να δηλώσει τον τόπο καταγωγής κάποιου»].
Greek Monotonic
ἀπόδημος: Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, από το σπίτι του, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Πίνδ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδημος: дор. ἀπόδᾱμος 2 находящийся или путешествующий в чужих краях Pind., Plut.: ἡ ἀ. στρατεία Luc. иноземный поход.
Middle Liddell
away from one's country, from home, abroad, Pind., Plut.
Chinese
原文音譯:¢pÒdhmoj 阿坡-得摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:從-公眾(者)
字義溯源:遠離本地民眾,往遠方去,寄居外邦;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(δῆμος)=公眾)組成,其中 (δῆμος)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 寄居外邦(1) 可13:34