ἀρχοντεύω
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
hold office of ἄρχων, IPE12.130.17 (Olbia, ii/iii A. D.).
Spanish (DGE)
ser arconte, IHadrian.40.7 (II d.C.), IPE 12.130.17 (Olbia II/III d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχοντεύω: εἶμαι ἄρχων, Συλλ. Ἐπιγρ. 2076, 2402: - ἐντεῦθεν ἀρχοντία ἢ ἀρχοντεία, ἐπικράτεια ἄρχοντος, ἐπαρχία, τοὺς τῶν ἄλλων ἀρχοντιῶν λαοὺς Νικηφόρος Κωνσταντινουπόλεως σ. 50. 15.
Greek Monolingual
(Μ ἀρχοντεύω) άρχων
1. είμαι ή γίνομαι πλούσιος
2. (-ομαι) συμπεριφέρομαι αρχοντικά.