ἀψυχία

From LSJ
Revision as of 14:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀψῡχία Medium diacritics: ἀψυχία Low diacritics: αψυχία Capitals: ΑΨΥΧΙΑ
Transliteration A: apsychía Transliteration B: apsychia Transliteration C: apsychia Beta Code: a)yuxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A swooning, syncope, Id.VM10, Coac.222. II want of spirit, faintheartedness, A.Th.259,383, E.Alc.642, etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Mul.1.24, Hsch.
1 falta de ánimo ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος A.Th.259
cobardía ἡ τἄρα διαπρέπεις ἀψυχίᾳ E.Alc.642, cf. 696, 717
desesperación ἰέναι εἰς ἀψυχίαν Thphr.de elig.magistr.A 61.
2 medic. desfallecimiento, lipotimia ὑποχώρησις συχνὴ χολῆς ἐγένετο μετὰ ἀψυχίης Hp.Epid.7.108, ὀμμάτων ἀμαύρωσις ἅμα ἀψυχίῃ Hp.Coac.222, cf. Prorrh.1.113, Gal.16.755, ἀδυναμίη καὶ ἀ. Hp.l.c., cf. VM 10, ἢν ἀψυχίαι ἔχωσι καὶ μὴ ἰσχύῃ Hp.Mul.1.63, cf. Hsch.
paro respiratorio ἐστὶ δὲ ὅτε ἅλες ἑλκύσας πάλιν ἀθρόον ἐξέπνει ὥσπερ ὑπ' ἀψυχίης Hp.Epid.7.1.

German (Pape)

[Seite 421] ἡ, Leblosigkeit, Ohnmacht, Hippocr.; Feigheit, Aesch. Spt. 244; Eur. Alc. 645. 699.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque de cœur, lâcheté.
Étymologie: ἄψυχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψῡχία: ἡ, ἔλλειψις ψυχῆς ἢ ζωῆς, λιποθυμία, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Κωακ. Προγν. 155. ΙΙ. ἔλλειψις θάρρους, ὀλιγοψυχία, Αἰσχύλ. Θήβ. 259, 383, Εὐρ. Ἄλκ. 642, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α ἀψυχία) άψυχος
δειλία, ολιγοψυχία.

Greek Monotonic

ἀψῡχία: ἡ, έλλειψη ζωής, έλλειψη πνεύματος, μικροψυχία, δειλία, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀψῡχία:робость, малодушие Aesch., Eur.

Middle Liddell

[from ἄψυχος
want of life: want of spirit, faint-heartedness, Aesch., Eur.