ἀρχαιολογία

From LSJ
Revision as of 18:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrumGewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht

Menander, Monostichoi, 503
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιολογία Medium diacritics: ἀρχαιολογία Low diacritics: αρχαιολογία Capitals: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: archaiología Transliteration B: archaiologia Transliteration C: archaiologia Beta Code: a)rxaiologi/a

English (LSJ)

ἡ, antiquarian lore, ancient legends or history, Pl. Hp.Ma.285d, D.S.2.46, D.H.1.4, Str.11.14.12; title of works by Cleanthes, Josephus, and Hieronymus Aegyptius, cf. J.AJ1.3.6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
historia antigua, leyendas antiguas πάσης τῆς ἀρχαιολογίας ἥδιστα ἀκροῶνται Pl.Hp.Ma.285d, ἐν ταῖς ἀρχαιολογίαις D.S.1.9, cf. D.S.2.46, 4.1, D.H.1.4, Str.9.5.16, 11.14.12, Ph.1.513, 2.292, Plu.Thes.1, 2.855d, Philostr.VS 510
como tít. de obras Antigüedades Φανόδημος ὁ τὴν Ἀττικὴν γράψας ἀρχαιολογίαν D.H.1.61, Ἱερώνυμος ... ὁ τὴν ἀρχαιολογίαν τὴν Φοινικικὴν συγγραψάμενος I.AI 1.94, Μωσέως ἐν ταῖς ... ἀρχαιολογίαις κατακλυσμὸν ἱστορήσαντος Eus.PE 9.10.7, cf. Cleanth.Stoic.1.107, Ῥωμαϊκὴ ἀ. D.H.tít., Ἰουδαϊκὴ ἀ. I.AI tít.

German (Pape)

[Seite 364] ἡ, Erzählungen alter Geschichte, Plat. Hipp. mai. 285 d u. öfter; D. Sic. 2, 46; Plut.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαιολογία: ἡ рассказ(ы) о старине Plat., Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιολογία: ἡ, ἱστορικὴ ἔρευνα ἀρχαίων πραγμάτων, ἐξέτασις ἀρχαίων μύθων καὶ παραδόσεων, περὶ πάσης τῆς ἀρχαιολογίας ἥδιστα ἀκροῶμαι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285D, Διόδ. 2. 46, Διον. Ἁλ. 1.4.

Greek Monolingual

η (Α ἀρχαιολογία)
νεοελλ.
επιστήμη που μελετά τα αρχαία μνημεία
αρχ.
η εξέταση ή η αφήγηση αρχαίων μύθων και παραδόσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λογία < λόγος < λέγω.