ἐκβλητικός

From LSJ
Revision as of 18:55, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβλητικός Medium diacritics: ἐκβλητικός Low diacritics: εκβλητικός Capitals: ΕΚΒΛΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekblētikós Transliteration B: ekblētikos Transliteration C: ekvlitikos Beta Code: e)kblhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, serviceable for expelling, τοξευμάτων Arist.HA612a5; βελῶν Antig.Mir.30.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que tiene la propiedad de expeler, expulsivo c. gen. (τὸ δίκταμνον) ἐκβλητικὸν εἶναι τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arist.HA 612a5, cf. Antig.Mir.30.

German (Pape)

[Seite 754] ή, όν, zum Herausbringen, -ziehen dienlich, τῶν τοξευμάτων Arist. H. A. 9, 6.

Russian (Dvoretsky)

ἐκβλητικός: способный удалять (τῶν τοξευμάτων ἐν τῷ σώματι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβλητικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐκβάλλῃ τι, μετὰ γεν., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 6, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκβλητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την ιδιότητα, τη δύναμη ή τον προορισμό να εκβάλλει κάτι.