ἐκμεταλλεύω
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
empty of ore or metal, Str.14.5.28 (Pass.).
Spanish (DGE)
agotar las minas completamente Poll.7.97, en v. pas. πολίχνη ἐρήμη, ἐκμεμεταλλευμένα ἔχουσα τὰ χωρία ciudad desierta cuyo entorno minero está completamente agotado Str.14.5.28.
German (Pape)
[Seite 769] Bergwerke ganz erschöpfen, Strab. XIV p. 680.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκμεταλλεύω: ἐξαντλῶ μεταλλεῖον, πολίχνη ἐρήμη ἐκμεμεταλλευμένα ἔχουσα τὰ χωρία Στράβων 680.
Greek Monolingual
ἐκμεταλλεύω (Α)
βλ. εκμεταλλεύομαι.