ἐμπειροπόλεμος
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ον, experienced in war, D.H.6.14, Ph.1.426: Sup., App.BC3.97. Adv. -μως ib.2.36.
Spanish (DGE)
-ον
I 1experto en la guerra, experto militar, δύναμις D.H.6.14, ἄνδρες Plu.Comp.Aem.Tim.1.4, Μανίλιος οὐδὲ τἆλλα ὢν ἐ. App.Pun.102, de las amazonas Anecd.Ludw.31.21
•subst. τὸ ἐμπειροπόλεμον la experiencia guerrera de los romanos, D.H.12.7.
2 fig. curtido en la lucha dialéctica, Ph.1.325, espiritual, Cyr.Al.M.71.1060D, Nil.M.79.464A.
II adv. -ως de acuerdo con la experiencia militar εὐσταθεῖν App.BC 2.36.
German (Pape)
[Seite 811] im Kriege erfahren; D. Hal. 6, 14; Plut. u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπειροπόλεμος: опытный в военном деле, обладающий боевым опытом Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπειροπόλεμος: -ον, πεπειραμένος εἰς τὸν πόλεμον, Διον. Ἁλ. 6. 14 Φίλω 1. 426.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐμπειροπόλεμος, -ον)
αυτός που έχει πείρα της στρατιωτικής ζωής και της τεχνικής τών μαχών.