ἑκοντί
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
Adv. willingly, Ps.-Phoc.16, Them. Or.16.209a; but ἑκόντι may generally be read, Arist.Rh.Al.1431b20, Plu. Comp.Eum.Sert.2.
Spanish (DGE)
adv. voluntariamente μὴ δ' ἐπιορκήσεις ... ἑ. Ps.Phoc.16, πολεμεῖν Plu.Comp.Sert.Eum.2, cf. 2.223d, ψεύδεσθαι Gal.14.31, παρορᾶν Clem.Al.Paed.1.8.70, cf. Hld.1.23.2, Them.Or.16.209a.
German (Pape)
[Seite 770] freiwillig, von freien Stücken; Phocyl. 14; Macedon. 39 (X, 70), u. öfter in Anth. u. bei Sp., wie Plut. Eum. et Sert. 2. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 5.
French (Bailly abrégé)
adv.
de bon gré, volontairement.
Étymologie: ἑκών.
Greek (Liddell-Scott)
ἑκοντί: ἐπίρρ., ἑκουσίως, Ψευδο-Φωκυλ. 14, Πλουτ. Εὐμένους καὶ Σερτ. Σύγκρισις, κτλ.· ἐνιαχοῦ εἰσήχθη καὶ εἰς δοκίμους Συγγραφεῖς ἀντὶ τοῦ ἑκόντι (δοτ.), Λοβ. Φρύν. 5.
Greek Monolingual
ἑκοντί (Α)
επίρρ. εκουσίως.
Greek Monotonic
ἑκοντί: επίρρ., εκούσια, με τη θέληση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἑκοντί: adv. по собственному побуждению, добровольно (πολεμεῖν Plut.): ἐ. γέγηθα πλανώμενος Anth. я по собственной вине погряз в заблуждениях.
Middle Liddell
willingly, Plut.