αἰζήϊος
From LSJ
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
ὁ, lengthd. form of αἰζηός, Il.17.520, Od.12.83, Hes.Sc.408.
Spanish (DGE)
v. αἰζηός.
French (Bailly abrégé)
c. αἰζηός.
Greek (Liddell-Scott)
αἰζήϊος: ὁ, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ αἰζηός, Ἰλ. Ρ. 520, Ὀδ. Μ. 83, Ἡσ. Ἀσπ. 408.
Russian (Dvoretsky)
αἰζήϊος: = αἰζηός I.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Léxico de magia
-ον vigoroso de Selene ἐνεύχομαί σοι, ..., εὐρύστοχε, αἰζηίη te suplico a ti, que apuntas a lo ancho, vigorosa P IV 2282