δαρός
From LSJ
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
δαρόβιος, Dor. for δηρός, δηρόβιος:δαρόν also expld. by ἑορτή, and ἄρτος ἄζυμος (cf. δάρατος), Hsch.
Spanish (DGE)
v. δηρός.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
dor. c. δηρός.
Greek (Liddell-Scott)
δᾱρός: δᾱρόβιος, Δωρ. ἀντὶ δηρός, δηρόβιος.
Greek Monotonic
δᾱρός: δᾱρό-βιος, Δωρ. αντί δηρός, δηρό-βιος.