γραπτήρ
From LSJ
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, writer, AP6.66 (Paul. Sil.), Man.1.132 (pl.).
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
escritor καλάμοιο γραπτῆρες πιτυνοί Man.1.132, fig. ref. a un plomo para escribir AP 6.66 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 505] ῆρος, ὁ, der Schreiber, Maneth. 1, 132; μόλιβος Paul. Sil. 52 (VI, 66).
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
écrivain.
Étymologie: γράφω.
Russian (Dvoretsky)
γραπτήρ: ῆρος ὁ вычеркивающий, начертывающий (μόλιβος γ. κελεύθου Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
γραπτήρ: ῆρος, ὁ, συγγραφεύς, γράφων, Μανέθ. 1. 132, Ἀνθ. Π. 6. 66.
Greek Monolingual
γραπτήρ, ο (Α) γράφω
ο συγγραφέας.
Greek Monotonic
γραπτήρ: -ῆρος, ὁ (γράφω), συγγραφέας, σε Ανθ.