αὐτόγνωτος

Revision as of 12:35, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

ον, self-determined, self-willed, ὀργή S.Ant.875:—alsoαὐτό-γνωστος, ον, knowable in itself, Simp.in Ph.1250.14, Dam.Pr.80.

Spanish (DGE)

-ον
determinado por sí mismo, voluntario, espontáneo ὀργή S.Ant.875.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui juge ou se décide soi-même ; spontané, volontaire.
Étymologie: αὐτός, γιγνώσκω.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόγνωτος: своевольный, своенравный (ὀργά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόγνωτος: -ον, αὐθαίρετος, σὲ δὲ αὐτόγνωτος ὤλεσ’ ὀργά, «αὐθαίρετος καὶ ἰδιογνώμων τρόπος» (Σχόλ.), Σοφ. Ἀντ. 875, ἀλλ’ ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

Greek Monolingual

αὐτόγνωτος, -ον αυτός που τον αποφάσισε κανείς μόνος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + γνωτός < γιγνώσκω (πρβλ. αλλόγνωτος, αρίγνωτος κ.ά.)].

Greek Monotonic

αὐτόγνωτος: -ον (γνῶναι), αυτός που αποφασίζει μόνος του, αυθαίρετος, ισχυρογνώμων, σε Σοφ.

Middle Liddell

γνῶναι
self-determined, self-willed, Soph.